Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης / ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ / Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ... ΑΠΑΙΤΕΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Σ.τ.Ε 19/2015 (Ολομέλεια) (Δημοσίευση ΦΕΚ 3795Β/25-11-2016)


ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης / ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ / ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ ΤΟΥ ΕΦΕΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΤΟ Διοικ. ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΠΑΙΤΕΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΣΑΦΗΝΕΙΑ (49, 66, 85 Ν. 1756/1988, 22 Ν. 2172/1993) - Επειδή, ...., ο προσφεύγων δεν συγκεντρώνει σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα νόμιμα ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για την κατ’ απόλυτη, ή έστω και κατ’ εκλογή, προαγωγή του στον βαθμό του Εφέτη .... Ειδικότερα, οι αδυναμίες του ... όσον αφορά την ποιοτική απόδοση του και την ικανότητα στη διατύπωση των αποφάσεων, αδυναμίες οι οποίες έχουν επισημανθεί με τις ... εκθέσεις επιθεώρησης, δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά, αντιθέτως, συνιστούν ένδειξη ενός χρόνιου προβλήματος.
Ως προς την σύνταξη των αποφάσεών του, αν και οι δοθείσες νομικές λύσεις φαίνονται, κατ’ αρχήν, ορθές, ο τρόπος γραφής του είναι υπερβολικά ελλειπτικός με αποτέλεσμα οι αποφάσεις του να εμφανίζουν μάλλον εικόνα προσωπικών σημειώσεων, με πληθώρα παρενθέσεων και αγκυλών, ενώ η δομή και η διατύπωση τους αφήνει ασάφειες .... Ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός κατά τη συζήτηση φαίνεται σαν να μη παρακολουθεί το συνομιλητή του, αλλά τις προσωπικές του μόνον σκέψεις. Για τους λόγους αυτούς ... ο επιθεωρούμενος δεν είναι προακτέος στο βαθμό του εφέτη, δεδομένου ότι ο βαθμός αυτός απαιτεί αναλυτική αιτιολόγηση και σαφήνεια κατά τη διατύπωση των αποφάσεων, καθώς και ανταλλαγή απόψεων επί δυσχερών νομικών ζητημάτων κατά τις διασκέψεις, καθήκοντα στα οποία ... με δυσκολία θα μπορεί να ανταποκριθεί.

ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΟ Σ.τ.Ε ΚΑΤΑ ΕΚΘΕΣΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΣΚΗΘΕΙ Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 87 Ν. 1756/1988 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ - Με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αντίθεση της 82/2012 απόφασης του (προεδρικής διαδικασίας) προς την κρατούσα νομολογία, επικαλείται δε σχετικώς τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 1373/2014 και 3964/2014 επταμελούς σύνθεσης. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι στρέφεται κατ’ ουσίαν κατά της από 25.7.2013 έκθεσης επιθεώρησης (για το έτος 2011 - 2012) του επιθεωρητή Πρόεδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων Ν. Διακονικολάου που ασκεί κριτική της ως άνω απόφασης του, κατά της έκθεσης δε αυτής δεν προκύπτει ούτε άλλωστε ο ίδιος ο προσφεύγων προβάλλει ότι είχε ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 87 Ν. 1756/1988.


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (Σε ολομέλεια και συμβούλιο)

Σήμερα στις 22 Μαΐου 2015, ημέρα Παρασκευή και ώρα 13.30 συνήλθε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας αποτελούμενο από τα μέλη του:
Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρο, Προεδρεύοντα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Ελ. Διακομανώλη, Γενική Επίτροπο της Επικρατείας επί των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Δ. Πετρούλια, Αν. Γκότση, Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους Συμβούλους Χρ. Ράμμο, Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαρά, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Μ. Ε. Κωνσταντινίδου, Α. Γ Βώρο, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια, Φ. Ντζίμα, Σ. Χρυσικοπούλου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκο, Σ. Βιτάλη, Α. Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνη, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου, Ε. Παπαδημητρίου και Κ. Νικολάου
και με τη συμμετοχή των Αγγ. Μίντζια, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, τακτικού, χωρίς ψήφο, μέλους και Αγ. Γαλενιανού Χαλκιαδάκη, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, αναπληρωματικού, χωρίς ψήφο, μέλους, σε αντικατάσταση του Γ. Αντωνάκου, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, τακτικού, χωρίς ψήφο, μέλους, που είχε κώλυμα.

Τα λοιπά μέλη, αν και προσκλήθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν γιατί είχαν κώλυμα.

Παρέστη επίσης η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Θέμα της συζητήσεως, σύμφωνα με την πρόσκληση του Προέδρου, ήταν η προσφυγή του ..., Προέδρου Πρωτοδικών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της υπ’ αριθ. 31/2014 αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης (ΔΕ 20/2015). Το Συμβούλιο άκουσε την Εισηγήτρια της υποθέσεως, Σύμβουλο Επικρατείας, Σπ. Χρυσικοπούλου. Επηκολούθησε συζήτηση επί της πιο πάνω υποθέσεως. Τα παραστάντα κατά την ως άνω συνεδρίαση, χωρίς ψήφο, μέλη Αγγ. Μίντζια και Αγ. Γαλενιανού Χαλκιαδάκη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, διατύπωσαν τη γνώμη, η οποία συμπίπτει με το διατακτικό της αποφάσεως. Τα χωρίς ψήφο μέλη των Διοικητικών Δικαστηρίων αποχώρησαν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας

και το Συμβούλιο Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με το Ε-308/23.3.2015 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάστηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η από 9.3.2014 προσφυγή του Χρήστου Παπαναστασόπουλου, Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, που υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Με την προσφυγή αυτή ο προσφεύγων στρέφεται κατά της 31/2014 απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης (Α.Δ.Σ.Δ.Δ.), κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε μη προακτέος στο βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων.

2. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή είναι παραδεκτή και εξεταστέα κατ’ ουσίαν.

3. Επειδή, στο Κεφάλαιο Ε΄ του Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 (Α΄ 35), ρυθμίζονται τα ζητήματα των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, στο άρθρο 49 του Κώδικα, με τίτλο «Τοποθετήσεις Προαγωγές», οριζόταν αρχικώς ότι: «1. Οι τοποθετήσεις των διοριζόμενων ή προαγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι μεταθέσεις, μετατάξεις και αποσπάσεις τους ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Έως την επίδοση του σχετικού με την υπηρεσιακή μεταβολή εγγράφου οι δικαστικοί λειτουργοί εγκύρως ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και του βαθμού που κατέχουν. 2. ... 3. ... 4. Για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού σε ανώτερο βαθμό απαιτούνται: α) Η ύπαρξη κενής θέσης ανώτερου βαθμού, εφόσον οι θέσεις είναι οργανικά διακεκριμένες, β) Η συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό. Στο χρόνο αυτόν δεν υπολογίζεται ο χρόνος διαθεσιμότητας, προσωρινής παύσης, αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα λόγω της οποίας επιβλήθηκε τελεσίδικα πειθαρχική ποινή και ο χρόνος αργίας, γ) Η συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων που απαιτούνται για τον ανώτερο βαθμό. 5. Κρίνονται ως κατ’ απόλυτη εκλογή προακτέοι, μεταξύ όλων εκείνων που έχουν τα τυπικά προσόντα, οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν εξαιρετικά προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας. Ως κατ’ εκλογή προακτέοι κρίνονται οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν τα προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας για ν’ ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού».

Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο ΙΗ΄ του ίδιου Κώδικα ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διενέργεια επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ζητήματα, στο δε άρθρο 85, με τίτλο «Εκθέσεις Επιθεώρησης», όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 6 Ν. 3514/2006 (Α΄ 266), ορίζονταν τα ακόλουθα: «1. Οι επιθεωρητές συντάσσουν γενικές εκθέσεις για τη λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειας τους και εισηγούνται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. 2. Οι επιθεωρητές συντάσσουν επίσης ιδιαίτερη, λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό της περιφέρειας τους. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται: α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας, β) η επιστημονική κατάρτιση, γ) η κρίση και η αντίληψη, δ) η επιμέλεια, η εργατικότητα και η υπηρεσιακή (ποιοτική και ποσοτική) απόδοση, ε) η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, στη διατύπωση των αποφάσεων και στη διεύθυνση της διαδικασίας και στ) η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού, γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο, καθώς και η κοινωνική του παράσταση. ... Ο επιθεωρητής αναφέρει ακόμη αν θεωρεί προακτέους στον επόμενο βαθμό τους πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς πρωτοδικών που έχουν συμπληρώσει πενταετία στο βαθμό, καθώς και τους δικαστές και εισαγγελείς από τον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και εισαγγελέα πρωτοδικών και πάνω, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους στον κατεχόμενο βαθμό. 3. Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα ανωτέρω προσόντα, οι επιθεωρητές οφείλουν να χρησιμοποιούν την εξής κλίμακα: 1. άρτια ή εξαίρετη, 2. πολύ καλή, 3. περισσότερο από καλή, 4. καλή, 5. σχεδόν καλή, 6. ανεπαρκής. Για το ήθος και το σθένος οφείλουν να χρησιμοποιούν τους χαρακτηρισμούς: 1. προσήκον και 2. μη προσήκον. 4. Οι επιθεωρητές σημειώνουν, επίσης, στην ατομική έκθεση των δικαστικών λειτουργών κάθε άλλη παρατήρηση που θεωρούν χρήσιμη. 5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθιερώνεται ενιαίο έντυπο για τις εκθέσεις επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Στο έντυπο αυτό περιλαμβάνονται τα στοιχεία του επιθεωρουμένου, τα αξιολογούμενα προσόντα του και προβλέπεται χώρος για την αιτιολογία και για ειδικές παρατηρήσεις. 6. ...».

4. Επειδή, ακολούθως, με το άρθρο 93 του Ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» (Α΄ 51, έναρξη ισχύος του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012), αντικαταστάθηκε η παράγραφος 5 του προαναφερόμενου άρθρου 49 του Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και προστέθηκαν στο ίδιο άρθρο παράγραφοι 6 - 10 ως εξής: «5. Η προαγωγή στους βαθμούς του Συμβούλου της Επικρατείας, του Αρεοπαγίτη, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Συμβούλου και Αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Επιτρόπου και Αντεπιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του Προέδρου και Εισαγγελέα Εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και του Προέδρου Εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα. Ως ουσιαστικά προσόντα αξιολογούνται ιδίως, το ήθος, το σθένος, η κρίση και αντίληψη, η ποσοτική και ποιοτική απόδοση, η επιστημονική κατάρτιση και η κοινωνική παράσταση.
6. Κατ' απόλυτη εκλογή κρίνονται και οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα πιο πάνω ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.
7. Για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων των κρινόμενων λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, οι ατομικοί φάκελοι και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.
8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και της οικείας ολομέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Τα μέλη τους μπορούν να στηρίζουν αιτιολογημένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινόμενων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους.
9. Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό δικαστής, ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής. Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα έξι μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε ένα μήνα, γ) προκειμένου για θεωρήσεις όταν αυτές γίνονται πέρα από ένα μήνα, δ) ....
10. Μη προακτέος κρίνεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον δύο φορές την τελευταία επταετία».

Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2943/2001 (Α΄ 203), ορίζονται τα εξής: «1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρωτοδίκης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου. ... 2. Σε εφέτη διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων που έχει δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως πρόεδρος ή οκτώ έτη υπηρεσίας συνολικά ως πρόεδρος και πρωτοδίκης. 3. Σε πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται εφέτης διοικητικών δικαστηρίων που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων. ... 4. Η προαγωγή στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων γίνεται κατ’ εκλογή. 5. Η προαγωγή στο βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή. 6. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας». Τέλος, με το άρθρο 105 παράγραφος 2 του Ν. 4055/2012 αντικαταστάθηκε η πρώτη περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 85 του πιο πάνω Κώδικα ως εξής: «Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα ανωτέρω προσόντα, οι επιθεωρητές υποχρεούνται να χρησιμοποιούν αποκλειστικά και μόνο την εξής κλίμακα: 1. εξαίρετος, 2. πολύ καλός, 3. καλός, 4. ανεπαρκής».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα εξής: ο Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών καθιέρωσε σύστημα κατ’ απόλυτη εκλογή προαγωγής στους βαθμούς του Συμβούλου της Επικρατείας και του Προέδρου Εφετών. Προακτέοι είναι οι υποψήφιοι που διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις του συγκεκριμένου βαθμού. Καθιέρωσε επίσης σύστημα κατ’ εκλογή προαγωγής στους λοιπούς βαθμούς. Προακτέοι είναι οι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν προσόντα μόρφωσης, ήθους και εργατικότητας, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.

Με το Ν. 4055/2012 διατηρήθηκε τον πρώτο από τα δύο συστήματα, για την προαγωγή στους βαθμούς του Συμβούλου της Επικρατείας και του Προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων και θεσπίστηκαν αυστηρά κριτήρια για την αξιολόγηση των κρινόμενων ως κατ’ απόλυτη εκλογή προακτέων, ώστε να διασφαλίζεται η εξέλιξη στους ανώτατους βαθμούς της δικαιοσύνης των επίλεκτων στελεχών του κλάδου (Α.Δ.Σ.Δ.Δ. 10, 16, 32, 33 /2014, 16/2013, 23/2012).

Περαιτέρω, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η κατ’ απόλυτη επιλογή κρίση για την προαγωγή στους λοιπούς βαθμούς και η προαγωγή των υποψηφίων που διαθέτουν σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα νόμιμα ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού. Η επέκταση του συστήματος αυτού, ωστόσο, για την προαγωγή και στους λοιπούς βαθμούς δεν κατάργησε το σύστημα της κατ’ εκλογή προαγωγής στους ίδιους βαθμούς. Τούτο εξακολουθεί να ισχύει, παραλλήλως προς το νέο σύστημα, εφόσον δεν καλύπτονται οι προς πλήρωση θέσεις, για την προαγωγή δικαστών που κρίνονται ως κατ’ απόλυτη εκλογή προακτέοι (Α.Δ.Σ.Δ.Δ. 16, 32, 33/2014, 16/2013, 26/2012).

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις τακτικές κρίσεις του έτους 2012, το Α.Δ.Σ.Δ.Δ., με την 26/2012 απόφαση του αρχικά ανέβαλε την κρίση προς προαγωγή του προσφεύγοντος Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων στο βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, προκειμένου να τηρηθεί ως προς αυτόν η διαδικασία του άρθρου 22 του Ν. 2172/1993 , ακολούθως δε, ύστερα από την τήρηση της διαδικασίας αυτής και λαμβάνοντας υπόψη το υπόμνημα που ο προσφεύγων είχε υποβάλει με τα συνημμένα σ' αυτό στοιχεία, καθώς και την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου, με την 39/2012 απόφαση του έκρινε τελικώς ότι ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός «δεν συγκεντρώνει, προς το παρόν, σε εξαιρετικό βαθμό τα απαιτούμενα προσόντα για την κατ’ απόλυτη εκλογή προαγωγή του στο βαθμό του Εφέτη».

Ως αιτιολογία δε της ανωτέρω δυσμενούς για τον προσφεύγοντα κρίσης αναφέρονται στην πιο πάνω 39/2012 απόφαση του Α.Δ.Σ.Δ.Δ. τα εξής: «ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός επέδειξε επί ικανό χρόνο, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του τόσο στο βαθμό του Πρωτοδίκη όσο και στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, μειωμένη υπηρεσιακή απόδοση, συνιστάμενη στη χρέωση του με λίγες και εύκολες υποθέσεις, ως απόρροια της αδυναμίας συγκέντρωσης των πνευματικών του δυνάμεων και της έλλειψης των ψυχικών αντοχών, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της υπηρεσίας, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επιθεώρησης των ετών 2004, 2005 και 2008 που συντάχθηκαν, αντιστοίχως, από τους Συμβούλους Επικρατείας Ιωαν. Γράβαρη, Γ. Σγουρόγλου και Γ. Ποταμιά. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται εκ του ότι ο ως άνω δικαστικός λειτουργός είχε χαρακτηρισθεί ως πολύ καλός από τον Επιθεωρητή Σύμβουλο Β. Γρατσία για το διάστημα 2008 2009, ούτε εκ του ότι με την 2231/2012 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κριθεί ότι δεν συνέτρεχε λόγος οριστικής του παύσης λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας. Και τούτο, διότι, τα διαπιστωθέντα κατά το παρελθόν προβλήματα ως προς την υπηρεσιακή του επάρκεια γεννούν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα του να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του επόμενου βαθμού.

Εξ άλλου, με την έκθεση επιθεώρησης που συνέταξε ο Σύμβουλος Επικρατείας Ευθ. Αντωνόπουλος για το δικαστικό έτος 2010 2011 ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός χαρακτηρίζεται μεν ως πολύ καλός, επισημαίνεται, ωστόσο, ότι διακατέχεται από πρόδηλη νευρικότητα και άγχος, ενώ προτείνεται με επιφύλαξη για προαγωγή στο βαθμό του Εφέτη, εφόσον “αποδειχθεί ότι η ψυχολογική του κατάσταση δεν τον εμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων του βαθμού αυτού”».

Ακολούθησαν οι τακτικές κρίσεις του έτους 2013, στο πλαίσιο των οποίων το Α.Δ.Σ.Δ.Δ., με την 16/2013 απόφαση του, λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερόμενη 39/2012 απόφαση του και όλα τα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου του προσφεύγοντος, αρχικώς ανέβαλε την κρίση προς προαγωγή τού εν λόγω δικαστικού λειτουργού, προκειμένου το Συμβούλιο να μορφώσει πληρέστερη γνώμη και να κληθεί ο δικαστικός αυτός λειτουργός να εμφανισθεί ενώπιον του, παραλλήλως δε να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου του για το δικαστικό έτος 2011-2012.

Στη συνέχεια, το Α.Δ.Σ.Δ.Δ., εκτιμώντας την παρουσία του προσφεύγοντος, τις απαντήσεις του σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από τα μέλη του Συμβουλίου, καθώς και τις δύο (2) εκθέσεις επιθεώρησης για το έτος 2011 2012, από τις οποίες στην έκθεση επιθεώρησης που είχε συντάξει ο Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων Νικόλαος Διακονικολαου ο επιθεωρούμενος αξιολογείται ως μέτριος γενικώς και ειδικώς στα ουσιαστικά προσόντα α) της επιστημονικής κατάρτισης, β) της κρίσης και αντίληψης, γ) της ποιοτικής υπηρεσιακής απόδοσης, δ) της ικανότητας στην απονομή της δικαιοσύνης και στη διατύπωση των αποφάσεων και στ) της συμπεριφοράς και κοινωνικής παράστασης», με την 16/2014 απόφαση του ανέβαλε και πάλι την κρίση προς προαγωγή του, «προκειμένου να τηρηθεί ως προς αυτόν η διαδικασία των ... διατάξεων του άρθρου 22 του Ν. 2172/1993».

Μετά την τήρηση δε της διαδικασίας αυτής και την υποβολή του από 16.10.2014 υπομνήματος του προσφεύγοντος με τα συνημμένα σ' αυτό στοιχεία, το Α,Δ.Σ.Δ.Δ., με την προσβαλλόμενη 31/2014 απόφαση του, έκρινε ομοφώνως ότι «ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός δεν υπερέβη τα διαπιστωθέντα κατά το παρελθόν προβλήματα στην υπηρεσιακή απόδοση του και ότι, συνεπώς, εξακολουθεί να μη συγκεντρώνει σε εξαιρετικό βαθμό όλα τα απαιτούμενα προσόντα για την κατ’ απόλυτη εκλογή προαγωγή του στον επόμενο βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων. Οι δε αδυναμίες προσφάτων αποφάσεων του είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολύ σοβαρές (βλ. τις ... αποφάσεις 82/2012 και 2769/2013 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προεδρικής διαδικασίας, καθώς και την απόφαση 2505/2014 του ίδιου δικαστηρίου και της ίδιας διαδικασίας, την οποία αυτός επικαλείται με το υπόμνημα του) και καθιστούν αδύνατη ακόμη και την κατ’ εκλογή προαγωγή του».

Στην κρίση αυτή κατέληξε το Α.Δ.Σ.Δ.Δ., αφού έλαβε υπόψη του, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα έγγραφα που ο ίδιος είχε υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 2172/1993, ήτοι το από 16.10.2014 υπόμνημα του και τα συνημμένα σ' αυτό στοιχεία, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Α.Δ. Σ.Δ.Δ. και τις εξής μεταγενέστερες εκθέσεις επιθεώρησης: α) την από 25.7.2013 έκθεση επιθεώρησης για το έτος 20112012, την οποία συνέταξε ο Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων Ν. Διακονικολάου στην έκθεση αυτή, κατά τα ήδη αναφερθέντα, ο προσφεύγων αξιολογείται ως μέτριος δικαστικός λειτουργός γενικώς, με «μέτρια» τα ουσιαστικά προσόντα της επιστημονικής κατάρτισης, της κρίσης και αντίληψης, της ποιοτικής υπηρεσιακής απόδοσης, της ικανότητας στην απονομή της δικαιοσύνης και στη διατύπωση των αποφάσεων και της συμπεριφοράς και κοινωνικής παράστασης, επισημαίνεται δε και αντίθεση της απόφασης 82/2012 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία ο επιθεωρούμενος -προσφεύγων είχε εκδώσει κατά την προεδρική διαδικασία, με την κρατούσα νομολογία, καθώς και αδυναμία του «να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της επιστημονικής συζητήσεως με αντικείμενο την παραπάνω απόφαση του», β) την από 15.9.2013 έκθεση επιθεώρησης για το έτος 2011 2012, την οποία συνέταξε ο Σύμβουλος Επικρατείας Β. Αραβαντινός και στην οποία η απόδοση του επιθεωρουμένου προσφεύγοντος κρίνεται γενικώς πολύ καλή και προτείνεται για προαγωγή του, αν και παρατηρείται ότι είναι «αγχώδης, ενδεχομένως και εξ αιτίας προσωπικών προβλημάτων», γ) την από 20.6.2014 έκθεση επιθεώρησης για το έτος 2012 2013, την οποία είχε συνέταξε ο Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων Ν. Διακονικολάου και στην οποία ο επιθεωρούμενος προσφεύγων αξιολογείται ως καλός δικαστικός λειτουργός γενικώς, με «σχεδόν καλή» κρίση, αντίληψη και ποιοτική απόδοση, γίνονται δε και επισημάνσεις αδυναμιών της απόφασης 2769/2013 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία είχε εκδώσει ο επιθεωρούμενος κατά την προεδρική διαδικασία. Έλαβε επίσης υπόψη και δ) την από 9.11.2014 έκθεση επιθεώρησης για το έτος 2012 2013, την οποία συνέταξε ο Σύμβουλος Επικρατείας Ι. Γράβαρης. Σύμφωνα με αυτήν ο επιθεωρούμενος προσφεύγων παρουσιάζει υπηρεσιακή απόδοση γενικώς πολύ καλή, «οι αποφάσεις του γενικά δεν είναι απαλλαγμένες αδυναμιών» και «η προαγωγή του στο βαθμό του εφέτη και η δυνατότητα επιτυχούς ανταποκρίσεως του στα σχετικά καθήκοντα συνιστά ένα ερώτημα».

7. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων δικαστικός λειτουργός ζητεί να επανεκτιμηθεί ο πλήρης φάκελος που έχει σχηματισθεί, μετά τις ως άνω 26/2012, 39/2012 και 16/2013 αποφάσεις του Α.Δ.Σ.Δ.Δ. και τα προσκομισθέντα από τον ίδιο έγγραφα, να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, κατά την άποψη του, δεν υφίσταται, αντίθεση της 82/2012 απόφασης του (προεδρικής διαδικασίας) προς κρατούσα νομολογία και να επανεξετασθεί το γεγονός ότι ο επιθεωρητής Σύμβουλος Επικρατείας Ι. Γράβαρης στην από 9.11.2014 έκθεση επιθεώρησης (για το έτος 2012 2013) έχει διατυπώσει τελικώς καταφατική γνώμη για την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό, όμοια δε πρόταση είχαν διατυπώσει και οι επιθεωρητές Σύμβουλοι Επικρατείας Β. Γρατσίας, Ευθ. Αντωνόπουλος και Β. Αραβαντινός στις προηγούμενες εκθέσεις επιθεώρησης για τις χρονικές περιόδους 2008 2009, 2010 2011 και 2011 2012, αντιστοίχως.

Εξ άλλου, στο με αριθ. Εμπ. Πρωτ. 31/19.5.2015 εισηγητικό σημείωμα της η Γενική Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ελένη Διακομανώλη Ανδρειωτέλλη αναφέρει τα εξής: «Από την συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω στοιχείων εμμένουμε στην άποψη ότι ο προσφεύγων δικαστικός λειτουργός δεν δύναται να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντα του επόμενου βαθμού, διότι στερείται επί του παρόντος των από το νόμο απαιτούμενων αυξημένων προσόντων για την κατ’ απόλυτη εκλογή ή έστω την κατ’ εκλογή προαγωγή του στο βαθμό του εφέτη, όπως ορθά έκρινε το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. με την 31/2014 απόφαση του, και επομένως θεωρούμε ότι πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή του, εκτός εάν μέχρι τη συζήτηση αυτής περιέλθει στην Ολομέλεια έκθεση επιθεώρησης για το έτος 2013/2014 με διαφορετικό βελτιωμένο περιεχόμενο».

8. Επειδή, όπως προκύπτει από την συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω στοιχείων, των προβαλλόμενων με την προσφυγή λόγων και του με αριθ. Εμπ. Πρωτ. 31/19.5.2015 εισηγητικού σημειώματος της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ο προσφεύγων δεν συγκεντρώνει σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα νόμιμα ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για την κατ’ απόλυτη, ή έστω και κατ’ εκλογή, προαγωγή του στον βαθμό του Εφέτη και δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντα του βαθμού αυτού. Ειδικότερα, οι αδυναμίες του προσφεύγοντος όσον αφορά την ποιοτική απόδοση του και την ικανότητα του στη διατύπωση των αποφάσεων, αδυναμίες οι οποίες έχουν επισημανθεί με τις πιο πάνω εκθέσεις επιθεώρησης, δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά, αντιθέτως, συνιστούν ένδειξη ενός χρόνιου προβλήματος (πρβ. Σ.τ.Ε. σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 14/2006, 10/2004).

Και ναι μεν σε ορισμένες εκθέσεις επιθεώρησης η διαπίστωση των αδυναμιών αυτών του προσφεύγοντος δεν έχει καταλήξει σε κρίση περί μη προαγωγής του, η περαιτέρω διαπίστωση όμως ότι οι αδυναμίες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται, μολονότι έχουν επανειλημμένως επισημανθεί σε διαδοχικές εκθέσεις επιθεώρησης, δικαιολογεί τη δυσμενή για τον προσφεύγοντα κρίση περί μη προαγωγής του στο βαθμό του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, όπως ορθώς δέχθηκε το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, για την αξιολόγηση της ποιοτικής υπηρεσιακής απόδοσης του προσφεύγοντος δικαστικού λειτουργού και της ικανότητας του στην απονομή δικαιοσύνης δεν αρκεί το γεγονός, αυτό και μόνο, ότι οι αποφάσεις του οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα σε ορθή νομική λύση, αλλά λαμβάνεται υπόψη και η δομή, ο τρόπος διατύπωσης τους, τυχόν συντακτικά ή γραμματικά σφάλματα, όταν αυτά έχουν ως συνέπεια οι αποφάσεις να στερούνται σαφήνειας ή να δημιουργούν την εντύπωση μη επαρκούς ενασχόλησης με την υπόθεση και προχειρότητας στην αντιμετώπιση των τιθέμενων σε αυτήν ζητημάτων ή αδυναμίας εντοπισμού των κρίσιμων νομικών ή πραγματικών ζητημάτων.

Με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αντίθεση της 82/2012 απόφασης του (προεδρικής διαδικασίας) προς την κρατούσα νομολογία, επικαλείται δε σχετικώς τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 1373/2014 και 3964/2014 επταμελούς σύνθεσης. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι στρέφεται κατ’ ουσίαν κατά της από 25.7.2013 έκθεσης επιθεώρησης (για το έτος 2011 - 2012) του επιθεωρητή Πρόεδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων Ν. Διακονικολάου που ασκεί κριτική της ως άνω απόφασης του, κατά της έκθεσης δε αυτής δεν προκύπτει ούτε άλλωστε ο ίδιος ο προσφεύγων προβάλλει ότι είχε ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 87 του Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 3514/2006 (Α΄ 266/6.12.2006) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 105 παρ. 3 του Ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012).

Με βάση τα ανωτέρω, δεν προκύπτει βελτίωση του προσφεύγοντος σε βαθμό που να επιτρέπει την κατ’ απόλυτη εκλογή προαγωγή του ή και την κατ’ εκλογή προαγωγή του (πρβ. Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 10/2005, 5/2001, 7/1997, 6/1996), η δε συναγόμενη από την από 15.9.2013 έκθεση επιθεώρησης (για το έτος 2011-2012) του Συμβούλου της Επικρατείας Β. Αραβαντινού βελτίωση δεν αναιρεί τη συνολική μειονεκτική υπηρεσιακή εικόνα του (πρβ. Σ.τ.Ε. σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 10/2001). Άλλωστε, τέτοια βελτίωση δεν προκύπτει ούτε και από την πιο πρόσφατη από 19.5.2015 έκθεση επιθεώρησης που συνέταξε η επιθεωρητής Σύμβουλος Επικρατείας Μαρίνα Παπαδοπούλου για την περίοδο από 16.9.2013 έως 15.9.2014, και προσκόμισε στη Ολομέλεια, ανεξάρτητα από το αν η έκθεση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφού δεν έχει ακόμη επιδοθεί στον προσφεύγοντα δικαστικό λειτουργό σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 85 παρ. 6 του Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3514/2006 (Α΄ 266). Τούτο δε, διότι, και στην πιο πάνω έκθεση χαρακτηρίζεται η ποιοτική απόδοση του προσφεύγοντος και η ικανότητα του στη διατύπωση αποφάσεων ως «καλή» και θεωρείται αυτός μη προακτέος στον επόμενο βαθμό, προς αιτιολόγηση δε των περιεχόμενων στην έκθεση αυτή δυσμενών χαρακτηρισμών για τον προσφεύγοντα η πιο πάνω επιθεωρητής Σύμβουλος Επικρατείας σημειώνει (βλ. παρατηρήσεις) τα ακόλουθα: « ... Από τις αποφάσεις ... που εκδόθηκαν με εισήγηση του , τις οποίες μελέτησα (τόσο αυτές που μου υπέδειξε ο ίδιος όσο και εκείνες που αναζήτησα τυχαία), διαπίστωσα ότι, αν και οι δοθείσες νομικές λύσεις φαίνονται, κατ’ αρχήν, ορθές, ο τρόπος γραφής του είναι υπερβολικά ελλειπτικός με αποτέλεσμα οι αποφάσεις του να εμφανίζουν μάλλον εικόνα προσωπικών σημειώσεων, με πληθώρα παρενθέσεων και αγκυλών, ενώ η δομή και η διατύπωση τους αφήνει ασάφειες (βλ. ιδίως τις 2567/14, 2505/14 αποφάσεις επί προσφυγών, 82/15, 218/15 αντιρρήσεις αλλοδαπών). Από την προσωπική μας εξάλλου συνάντηση, διαπίστωσα ότι ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός κατά τη συζήτηση φαίνεται σα να μη παρακολουθεί το συνομιλητή του, αλλά τις προσωπικές του μόνον σκέψεις. Για τους λόγους αυτούς καταλήγω ότι ο επιθεωρούμενος δεν είναι προακτέος στο βαθμό του εφέτη, δεδομένου ότι ο βαθμός αυτός απαιτεί αναλυτική αιτιολόγηση και σαφήνεια κατά τη διατύπωση των αποφάσεων, καθώς και ανταλλαγή απόψεων επί δυσχερών νομικών ζητημάτων κατά τις διασκέψεις, καθήκοντα τα οποία πιστεύω , ότι με δυσκολία θα μπορεί να ανταποκριθεί».

Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Διά ταύτα Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή του Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων Χρήστου Παπαναστασόπουλου.

Για την πιστοποίηση των ανωτέρω συντάσσεται το παρόν πρακτικό.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Φ. ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ