Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 210/2017 (Τμήμα Ε) ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΠΡΑΤΤΕΙ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΩΣ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟ ΚΛΟΠΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΠΟΠΤΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ

 

Απόφαση 210 / 2017    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


- ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ. ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΚΛΟΠΗ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ. ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΠΡΑΤΤΕΙ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΩΣ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟ ΚΛΟΠΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΠΟΠΤΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ (187, 372, 374 Π.Κ.) - Για την πληρότητα της αιτιολογίας της επιβαρυντικής περιστάσεως της καταδικαστικής αποφάσεως για κατά συνήθεια τέλεση κλοπών απαιτείται η αντικοινωνικότητα και ροπή του δράστη προς διάπραξη άλλων τέτοιου είδους εγκλημάτων στο μέλλον να θεμελιώνεται σε παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά.
Η "ομάδα", στην περιοχή της ...ς και δη, στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και του μετρό καθώς και στις εκεί οδούς - πλατείες "...", με τη μέθοδο του τεχνητού συνωστισμού, αφαιρούσε πορτοφόλια - τσαντάκια ή και άλλα μικροαντικείμενα, από ανυποψίαστα άτομα, τόσο εντός των συρμών όσο και στις αποβάθρες.
Η "ομάδα" ήταν δομημένη, με εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας καθώς και με προοπτική δράσεως, διαρκείας τουλάχιστον επτά-μηνών [Οκτώβριος 2009 - Μάιος 2010].
Ο ... κατηγορούμενος, ο οποίος εργαζόταν ως προϊστάμενος αμαξοστοιχίας της εταιρείας ... Α.Ε., έχοντας ενωθεί με τους συγκατηγορούμενους του και συμφωνήσει μαζί τους να διαπράττουν οι εξ αυτών αλλοδαποί κλοπές εντός των συρμών του ... συμφώνησε και ότι ο ίδιος θα προέβαινε στο άνοιγμα ή το κλείσιμο των θυρών του συρμού που επόπτευε κατά τέτοιο τρόπο ώστε αναλόγως των περιστάσεων να απεγκλωβίζονται οι αυτουργοί των κλοπών μετά τις πράξεις τους και να απομακρύνονται μαζί με τα κλοπιμαία ή να εγκλωβίζονται οι παθόντες.


Αριθμός 210/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 140/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) C. D. του I., κατοίκου ..., ο οποίος δεν εμφανίστηκε και 2) Ν. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κάππο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2049/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο εμφανισθείς αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29-5-2015 αίτησή του αναιρέσεως (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και στους από 21-1-2016 πρόσθετους λόγους (κατατεθέντες αρμοδίως στις 22-1-2016), που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Ν. Ζ., που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, η από 29-5-2015 αίτηση του κατηγορουμένου C. D. (ασκηθείσα δια δηλώσεως που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και β)να απορριφθεί η προαναφερόμενη αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Ν. Ζ. και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι 1) από 29-5-2015 αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 2-6-2015) του D. C. του I., κατοίκου ... και 2) από 25-5-2015 αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και οι επ’ αυτής από 21-1-2016 πρόσθετοι λόγοι (κατατεθέντες αρμοδίως στις 22-1-2016) του Ν. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2049/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.

ΙΙ. Επί της αιτήσεως του D. C.: Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ’ Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί η αίτησή του απορρίπτεται. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι σε περίπτωση που αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν κατ’ αυτήν χωρίς νέα κλήτευση, ακόμη και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παρ. 3 του άνω άρθρου 513, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανιστεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 161 Κ.Ποιν.Δ. και μέσα στην προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναιρεσείων, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., στα δικαστικά έξοδα.- Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο του υπό ημερομηνία 12-8-2015 αποδεικτικού επιδόσεως, που συντάχθηκε από τον αρμόδιο Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών Α. Χ., προκύπτει ότι επιδόθηκε δια θυροκολλήσεως στον δηλωθέντα τόπο κατοικίας της δικηγόρου Πατρών Μ.-Β. Κ., νομοτύπως διορισθείσας αντικλήτου του άνω αναιρεσείοντος, D. C. του I., κατοίκου αλλοδαπής (...), επειδή δεν βρέθηκε εκεί η ίδια προσωπικά ούτε άλλο πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 155 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 155 παρ. 2 και 166 παρ. 1 εδ. β’ σε συνδυασμό με το άρθρ. 273 παρ.1 περ. ε’ Κ.Ποιν.Δ., η ...6-8-2015 κλήση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 12-2-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση (με την υπ’ αριθ. 398/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (21-10-2016), προκειμένου να υποστηρίξει την προμνημονευόμενη υπό κρίση αίτησή του περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 2049/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε αυτός, για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και διακεκριμένη κλοπή κατ’ εξακολούθηση, σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών.
Συνεπώς, εφόσον ο πιο πάνω αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δικηγόρο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της κατά την ανωτέρω δικάσιμο, πρέπει να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως αυτού και να επιβληθούν εις βάρος του τα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙΙΙ. Επί της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως του Ν. Ζ.: Κατά την παρ. 1 του άρθρου 187 του ΠΚ, "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει -ήδη δε, μετά την αντικατάσταση των τελευταίων δύο λέξεων με το άρθρο δεύτερο παρ. 1α’ Ν. 3875/2010, που επιδιώκει- τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα...374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής)... του ΠΚ". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) Η εξ αρχής δημιουργία (για την εγκληματική μορφή της "συγκροτήσεως") ή η προηγούμενη ύπαρξη (για την εγκληματική μορφή της "εντάξεως") ομάδας με δράση διαρκή, ήτοι ενός συνόλου προσώπων, που έχει ως σκοπό την ανάπτυξη δραστηριότητας σε βάθος χρόνου και όχι με τρόπο ευκαιριακό ή παροδικό. β) Η συμμετοχή κάποιου στην ίδρυση της ομάδας ή η εκ των υστέρων ένταξή του σ’ αυτήν, ως μέλους. γ) Τα μέλη της ομάδας να είναι τουλάχιστον τρία. δ) Η ομάδα να έχει εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, με την έννοια ότι τα νεότερα ή κατώτερα μέλη υποτάσσουν τη βούλησή τους στα παλιότερα ή ανώτερα και όλοι μαζί, αδιαφόρως αν αυτό επιτυγχάνεται ελεύθερα ή με την καλλιέργεια σχέσεων επιβολής - υποταγής, διαμορφώνουν μια νέα, ενιαία βούληση, αυτή της οργανώσεως, που κατευθύνεται στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού. ε) Ο κοινός σκοπός, που μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, οικονομικό αλλά και ιδεολογικό ή άλλο, να αναφέρεται στην τέλεση κάποιου ή κάποιων από τα κακουργήματα, που απαριθμούνται περιοριστικά σ’ αυτήν (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής) και στ) Τα κακουργήματα αυτά, που δεν χρειάζεται να είναι εκ των προτέρων καθορισμένα ως προς το είδος ή τις λεπτομέρειες και, κυρίως, ως προς το αντικείμενο εκάστης πράξεως, να προβλέπονται με τρόπο, που η αφηρημένη επιδίωξή τους, αφ` ενός χαρακτηρίζει τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της ομάδας και αφ` ετέρου εμπίπτει στη γνώση και στη θέληση ενός εκάστου από αυτούς, που τη συγκροτούν ή εντάσσονται σ’ αυτήν. Ακόμη, από την ίδια διάταξη συνάγεται, ότι για να γίνει ή να παραμείνει κάποιος μέλος της ομάδας απαιτείται και αρκεί η εκ μέρους αυτού αποδοχή του σκοπού της, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκροτήσεως και εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια, ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσεως). Συγκρότηση της εγκληματικής οργανώσεως είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργανώσεως αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργανώσεως. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη, που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος αλλά συγκροτείται, για να έχει διαρκή δράση, ενώ υποκειμενικώς απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσότερων από ένα κακουργημάτων, από εκείνα που αναφέρονται στη διάταξη (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως), ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος), δηλ. τα μέλη να έχουν προαποφασίσει, ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κλπ των εγκλημάτων τούτων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 Π.Κ., "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ’ αυτό κατοχής, από το δράστη ή τρίτο, με το σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε τελικά, όπως και το κίνητρο της κλοπής. Στην έννοια της κατοχής περιλαμβάνεται, τόσο η πραγματική εξουσίαση επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του, η δε αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 374 του ίδιου Κώδικα, που αναφέρεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, "η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών", μεταξύ των άλλων σ’ αυτό αναφερομένων περιπτώσεων και "...δ) αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες, ε) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια...". Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ’ Π.Κ., "κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση αυτής, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση (άρθρ. 98 Π.Κ.), το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, ενώ, εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για τη συνδρομή της κατ’ επάγγελμα τελέσεως να διαπιστώνεται, ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Όταν συντρέχει περίπτωση κατ’ επάγγελμα τελέσεως από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, δεν απαιτείται να εκτίθεται και ότι ο δράστης είχε διαμορφωμένη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Για τη συνδρομή δε της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατά συνήθεια απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ δεν συντρέχει κατά συνήθεια τέλεση, όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της επιβαρυντικής περιστάσεως της καταδικαστικής αποφάσεως για κατά συνήθεια τέλεση κλοπών απαιτείται η αντικοινωνικότητα και ροπή του δράστη προς διάπραξη άλλων τέτοιου είδους εγκλημάτων στο μέλλον να θεμελιώνεται σε παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά.

Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ., "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", με τον οποίο εκφράζεται η έννοια της συναυτουργίας, νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλοντας ή αποδεχόμενος να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου ή των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους υλικές ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς, ενώ, για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., αρκεί να αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχτηκε, ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος, ως συναυτουργός (Ολ.Α.Π. 50/1990). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Όμως, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.

Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Από αρχές του φθινοπώρου 2009 μέχρι την άνοιξη 2010, είχαν περιέλθει πληροφορίες, στο Τμήμα Ασφαλείας [Τ.Α.] ..., για μεγάλο αριθμό αλλοδαπών καθώς και δύο Ελλήνων, που είχαν ενωθεί, είχαν συγκροτήσει "ομάδα" και ήταν μέλη της, με σκοπό τη διάπραξη αορίστου αριθμού κλοπών. Ειδικότερα, οι πληροφορίες ανέφεραν: Ότι η "ομάδα", στην περιοχή της ...ς και δη, στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και του μετρό καθώς και στις εκεί οδούς - πλατείες "...", με τη μέθοδο του τεχνητού συνωστισμού, αφαιρούσε πορτοφόλια - τσαντάκια ή και άλλα μικροαντικείμενα, από ανυποψίαστα άτομα, τόσο εντός των συρμών όσο και στις αποβάθρες. Ότι επίκεντρο της παράνομης δραστηριότητας της "ομάδας" ήταν η πλατεία .... Ότι από τους Έλληνες της "ομάδας", ο ένας εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρία, που είχε αναλάβει τη φύλαξη του σταθμού ... Α.Ε., "..." και ο άλλος εργαζόταν στην ... Α.Ε. Τον Μάρτιο 2010, ο χώρος στους σταθμούς της ... Α.Ε. "...", "..." και "..." καθώς και στις εκεί οδούς - πλατείες τέθηκε υπό διακριτική συστηματική επιτήρηση από αστυνομικούς, μη ένστολους, του Τ.Α. .... Η επιτήρηση διενεργήθηκε, κατά νόμο (άρθρο 253Α ΚΠΔ), με ειδικά τεχνικά μέσα καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας [συσκευές ήχου και εικόνας]. Επίσης, η συστηματική διακριτική επιτήρηση γινόταν από μη ένστολους αστυνομικούς του Τ.Α. ... και εντός των συρμών. Για τη διασφάλιση του εγχειρήματος, εφ’ όσον στην "ομάδα", σύμφωνα με τις πληροφορίες, υπήρχαν και δύο Έλληνες, εργαζόμενοι, ως άνω, χρησιμοποιήθηκαν ειδικά τεχνικά μέσα της αστυνομίας και όχι τα αντίστοιχα, που υπήρχαν και λειτουργούσαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στις αποβάθρες και στους σταθμούς της ... Α.Ε. Κατά την επιτήρηση, που διήρκησε μέχρι 25.5.2010, διαπιστώθηκε ότι αλλοδαποί, σε αριθμό άνω των [100] συνολικά, ενήλικες και ανήλικοι άνδρες και έγκυες ή μη γυναίκες καθώς και δύο ενήλικες Έλληνες, οργανωμένοι και πλήρως συντονισμένοι, δρούσαν διαρκώς και μεθοδευμένα, με κατανεμημένους ρόλους, ακολουθώντας πάντα την ίδια τακτική προς διάπραξη διαδοχικών κλοπών. Συγκεκριμένα: Καθημερινά, εκτός Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, οι αλλοδαποί Ευρίσκοντο σε πλήρη ανάπτυξη, διασκορπισμένοι, στο χώρο, σε υπο-ομάδες των δέκα έως είκοσι ατόμων, συνομιλώντας διαρκώς μεταξύ τους, δια ζώσης ή δια κινητών τηλεφώνων. Μία υπο-ομάδα επέλεγε το "θύμα", δεύτερη υπο-ομάδα ακολουθούσε το "θύμα" εντός του σταθμού της ... Α.Ε., όπου, με τη μέθοδο του τεχνητού συνωστισμού είτε κατά την επιβίβαση του "θύματος" στον συρμό είτε εντός του συρμού, αφαιρούσε το πορτοφόλι - τσαντάκι του ή και μικροαντικείμενα [ηλεκτρονικό υπολογιστή φορητό, κινητό τηλέφωνο, σύστημα αναπαραγωγής μουσικής], τρίτη υπο-ομάδα ειδοποιούσε για την εμφάνιση ένστολων αστυνομικών, ενώ τέταρτη υπο-ομάδα έρριπτε τα πορτοφόλια - τσαντάκια, αφού είχαν αφαιρεθεί μόνο τα χρήματα και οι κάρτες αναλήψεως χρημάτων, σε κάδους απορριμμάτων. Οι υπο-ομάδες αλλοδαπών συνεχώς εναλλάσσονταν, ως προς τον αριθμό και τα πρόσωπα. Ο ένας Έλληνας επικοινωνούσε μετά των αλλοδαπών, δια νευμάτων ή κινητών τηλεφώνων, σε περίπτωση εμφανίσεως ένστολων αστυνομικών, επίσης, απομάκρυνε, με τρόπο, το "θύμα", μετά την κλοπή σε βάρος του, από τον αλλοδαπό - δράστη ώστε το "θύμα" να μην αντιλαμβάνεται αμέσως την κλοπή, σε βάρος του ή να μην αντιλαμβάνεται τον δράστη. Έτσι, οι δράστες - αλλοδαποί έκλεβαν, με ασφάλεια. Ο δεύτερος Έλληνας συνομιλούσε μετά των αλλοδαπών, στους σταθμούς και, μετά ταύτα, ο συρμός καθυστερούσε στον σταθμό, με ανοιγμένες τις θύρες, πέραν του χρόνου, που προβλέπει ο οικείος Κανονισμός της ... Α.Ε. ώστε στον χρόνο καθυστερήσεως, ο δράστης, μετά την κλοπή, να αποβιβάζεται, με ασφάλεια, από το βαγόνι. Στην περίπτωση εμφανίσεως ένστολων αστυνομικών, η αντίδραση των αλλοδαπών ήταν πανομοιότυπη, ειδικότερα, τότε, οι αλλοδαποί αποχωρούσαν, σταδιακά και επέστρεφαν, αμέσως, μετά την αποχώρηση των ένστολων αστυνομικών. Η δράση της "ομάδας" επεκτάθηκε και σε άλλους χώρους του σταθμού "...", όπως στους ανελκυστήρες και στις κλίμακες καθώς και στους σταθμούς από "..." μέχρι "...". Το μεσημέρι της 25.5.2010, αποφασίσθηκε αστυνομική επέμβαση, οπότε, συνελήφθησαν [και] οι ήδη εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, αλλοδαποί, με αριθμούς 1-37 και 40 - 42 καθώς και ο μη εκκαλών - κατηγορούμενος, αλλοδαπός, με αριθμό 43 και, στη συνέχεια, εντοπίσθηκαν οι ήδη εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Έλληνες, με αριθμούς .... Αστυνομική επέμβαση πριν από την 25.5.2010 δεν κρίθηκε σκόπιμη, προκειμένου να διαπιστωθεί η δράση της "ομάδας", δηλ. αν πρόκειται ή όχι για "εγκληματική οργάνωση". Κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση (άρθρο 243 ΚΠΔ), οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ... καθώς και ο μη εκκαλών - κατηγορούμενος, με αριθμό 43, "φαίνονται" στις φωτογραφίες και αγνωρίσθηκαν από τους αστυνομικούς του Τ.Α. ..., που διενήργησαν, ως άνω, την επιτήρηση, ενώ δεν "φαίνονται" στις φωτογραφίες και δεν αναγνωρίσθηκαν, από τους αστυνομικούς του Τ.Α. ..., οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι με αριθμούς 29 και 33. Ο Έλλην εκκαλών κατηγορούμενος, με τον αριθμό 38 [Α. Κ.], μετά το "αποδεικτικό" αυτό υλικό, σε βάρος του, επιβεβαίωσε τον πιο πάνω ρόλο του στην "ομάδα", αντί του ποσού των [20] ευρώ, καθ’ ημέρα, ακόμη, επιβεβαίωσε τον ως άνω ρόλο στην "ομάδα", αντί οικονομικού οφέλους και του Έλληνος εκκαλούντος - κατηγορουμένου, με τον ... [Ν. Ζ.]. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο εκκαλών - κατηγορούμενος Α. Κ. εργαζόταν στην ιδιωτική εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, με τον τίτλο ..., ως προσωπικό ασφαλείας φυλάξεως του σταθμού "...", ενώ ο εκκαλών - κατηγορούμενος Ν. Ζ. εργαζόταν, ως Προϊστάμενος Αμαξοστοιχίας της ... Α.Ε. Ειδικότερα, το αντικείμενο εργασίας του τελευταίου [Ν. Ζ.] ήταν ο έλεγχος της εισόδου και της εξόδου των επιβατών του συρμού καθώς και το άνοιγμα και το κλείσιμο των θυρών, με ειδικούς διακόπτες, που υπάρχουν στον συρμό και βρίσκονται στο μεσαίο περίπου βαγόνι, όπου γίνονταν και οι περισσότερες κλοπές. Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., ενεργούντες, ως άνω, προκύπτει ότι είχαν συγκροτήσει "ομάδα", στην οποία είχαν ενταχθεί [συμμετείχαν], ως μέλη, ενωμένοι για να διαπράττουν κακουργηματικές κλοπές, αορίστου αριθμού. Η "ομάδα" ήταν δομημένη, με εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας καθώς και με προοπτική δράσεως, διαρκείας τουλάχιστον επτά-μηνών [Οκτώβριος 2009 - Μάιος 2010]. Η ατομική τους βούληση υποτασσόταν στη βούληση της ολότητας και αισθάνονταν ως ενιαία ομάδα, με κοινό σκοπό τη διάπραξη κλοπών κακουργηματικών. Οι ρόλοι τους κατανέμονταν και τα άτομα - αλλοδαποί, στις υπο-ομάδες, εναλλάσσονταν, χωρίς να μεταβάλλεται ο κοινός σκοπός της όλης "ομάδας", δηλ. η διάπραξη κακουργηματικών κλοπών, με τη συμμετοχή όλων των μελών προς οικονομικό όφελός τους. Για την διάπραξη κλοπών αορίστου αριθμού, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., είχαν ενωθεί, έχοντας συμφωνήσει την κοινή δράση και ενεργούσαν από κοινού κατ’ εξακολούθηση, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση κλοπών, είχαν αποκτήσει σταθερή ροπή προς το συγκεκριμένο έγκλημα, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ακόμη, οι αλλοδαποί εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., οι οποίοι δεν ασκούσαν οποιοδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα, είχαν αναγάγει την κλοπή σε καθημερινή ενασχόλησή τους, για την απόκτηση εισοδήματος προς βιοπορισμό, άκοπα και οι Έλληνες εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., που ασκούσαν, ως άνω, βιοποριστικό επάγγελμα, είχαν αναγάγει την κλοπή σε καθημερινή ενασχόλησή τους, από φιλοχρηματία, για την απόκτηση επί πλέον εισοδήματος προς βιοπορισμό.

Οι κλοπές που διεπράχθησαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο από 1.10.2009 μέχρι 24.5.2010, ανέρχονται, συνολικά, σε [241], όπως λεπτομερώς περιγράφονται στο διατακτικό της παρούσης και αποδίδονται στον καθένα κατηγορούμενο. Από τα πορτοφόλια - τσαντάκια, οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες, με αριθμούς ..., κρατούσαν μόνο τα χρήματα και τις "κάρτες" αναλήψεως χρημάτων και, στη συνέχεια, τα απέρριπταν σε κάδους απορριμμάτων, ενώ, με τη χρήση των "καρτών", έκαναν, ενίοτε [δύο φορές], αναλήψεις χρηματικών ποσών, εξ άλλου, γνώριζαν ότι τα πράγματα, που αφαιρούνταν, ήταν ξένα, ως προς αυτούς και η βούλησή τους ήταν να τα ενσωματώσουν στην περιουσία τους, χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία και να τα διαθέτουν, ως κύριοι. Τα προηγούμενα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, στοιχειοθετούν, αντικειμενικά και υποκειμενικά: α.- συγκρότηση και ένταξη [συμμετοχή], ως μέλος, σε εγκληματική οργάνωση. για τη διάπραξη κακουργηματικών κλοπών, που, πράγματι, διεπράχθησαν (άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ) και β.- διακεκριμένη κλοπή, ήτοι ένωση με περισσότερους από δύο δράστες για τη διάπραξη αορίστου αριθμού κλοπών, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, απρ κοινού, κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 45, 98, 374 εδάφια δ και ε Π Κ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ). Την αξιόποινη πράξη, υπό στοιχείο [α] "εγκληματική οργάνωση", οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., τέλεσαν, ως αυτουργοί. Τούτο διότι στο έγκλημα του άρθρου 187 παρ.1 ΠΚ "αναγκαίας συμμετοχής", το οποίο προϋποθέτει συγκλίνουσα δράση περισσοτέρων ατόμων, το καθένα άτομο είναι και αυτουργός είτε είναι ο "ιδρυτής" είτε "μέλος" της εγκληματικής οργανώσεως. Επίσης, ως προς την αξιόποινη πράξη, υπό στοιχείο [β], του άρθρου 374 εδάφια δ και ε ΠΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς ..., τέλεσαν, ως συναυτουργοί (άρθρο 45 ΠΚ), δηλ. ο καθένας ενεργούσε, όπως προαναφέρθηκε, με τη γνώση και την αποδοχή των υπολοίπων και όλοι γνώριζαν ότι ο καθένας θα ενεργούσε, κατά τη συμφωνία τους. Εξ άλλου, η υπό στοιχείο [α] αξιόποινη πράξη συρρέει αληθώς με την υπό στοιχείο [β] τελεσθείσα αξιόποινη πράξη, ήτοι με τις μερικότερες πράξεις κακουργηματικών κλοπών, που, πράγματι, τελέσθηκαν (Μιχαήλ Μαργαρίτη: Ποινικός Κώδικας, έκδοση 3η, υπό το άρθρο 187, σελ. 507 - αριθμοί περιθωρίου ..., υπό το άρθρο 45, σελ. 162 - αριθμός περιθωρίου 6.Γ και σελ. 164 - αριθμός περιθωρίου 5). Περαιτέρω, όσον αφορά τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο με τον ..., Ν. Ζ., η παραβατική συμπεριφορά του προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δηλ. και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και από τις φωτογραφίες, που τον απεικονίζουν.

Ετσι, ο ισχυρισμός του ότι η κατηγορία, σε βάρος του, στηρίχθηκε αποκλειστικώς και μόνο στην "δήλωση" του [ήδη] εκκαλούντος συγκατηγορουμένου του, με τον ..., Α. Κ., κατά παράβαση του άρθρου 211Α ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος (ΑΠ 859/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 4/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, με αριθμούς 1 - 28, 30 - 32, 34 - 42, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αξιοποίνων αυτών πράξεων, που τέλεσαν, όπως, λεπτομερώς, προσδιορίζονται στο διατακτικό, κατά τον τόπο και τον χρόνο καθώς και για καθένα από αυτούς τους κατηγορούμενους ...".

Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, εκτός άλλων διατάξεων, που αφορούν τους συγκατηγορουμένους του ανωτέρω αναιρεσείοντος, κήρυξε αυτόν, τριακοστό ένατο των κατηγορουμένων (Ν. Ζ.), ένοχο, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 περ. α’ Π.Κ.), των αξιόποινων πράξεων α) της συγκροτήσεως και εντάξεως (συμμετοχής), ως μέλους, σε εγκληματική οργάνωση για τη διάπραξη κακουργηματικών κλοπών και β) της διακεκριμένης κλοπής (από κοινού με περισσότερους από δύο δράστες, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια) κατ’ εξακολούθηση, για τις οποίες του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, ανασταλείσα επί τριετία υπό όρους, με το ακόλουθο διατακτικό: « Κηρύσσει....ενόχους τους λοιπούς κατηγορουμένους (μεταξύ των οποίων και τον ανωτέρω αναιρεσείοντα) του ότι: Κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες της μίας πράξεις, τέλεσαν με πρόθεση τα ακόλουθα εγκλήματα:

Α] Στην Αθήνα σε μη διαπιστωθέντα ακριβή χρόνο, τουλάχιστον όμως από την 1η Οκτωβρίου 2009 έως την 24 Μαΐου 2010, από κοινού μεταξύ τους, καθώς και με τους ανηλίκους συγκατηγορουμένους τους H. J. και M. M. του N., για τους οποίους χωρίστηκε η υπόθεση αλλά και με μεγάλο αριθμό άλλων αλλοδαπών, τα στοιχεία ταυτότητος των οποίων δεν διαπιστώθηκαν, συγκρότησαν και εντάχθηκαν ως μέλη σε διαθέτουσα εσωτερικούς κανόνες δομής και δράσεως ομάδα, η οποία αποτελείτο από περισσότερα των τριών πρόσωπα (οργάνωση) και επεδίωκε τη διάπραξη με διαρκή δράση περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 374 στοιχεία δ & ε’ του Π.Κ.. σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 372 § 1 του Π.Κ. (διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής). Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, από κοινού συγκρότησαν δομημένη ομάδα που δεν σχηματίσθηκε περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός και μόνου εγκλήματος, αλλά με προοπτική μακράς και αορίστου δράσεως, εκτεινόμενης σε βάθος χρόνου τουλάχιστον επτά (7) μηνών από την συγκρότηση και μέχρι την σύλληψή τους, υποτάσσοντας μάλιστα την ατομική τους βούληση στη βούληση της ομάδος, τελώντας μεταξύ τους σε τέτοια σχέση ώστε να αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα και επιδιώκοντας κοινό σκοπό, ο οποίος συνίστατο στη διάπραξη αορίστου αριθμού διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπών, ήτοι κλοπών τελεσθησομένων με ένωση μεταξύ τους κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση εντός των συρμών του ... και του Μετρό μεταξύ των σταθμών ..., ..., ..., ..., ..., ..., "..." και "...", καθώς και στους σταθμούς του ..., οι οποίες κλοπές δεν είχαν εξ αρχής προσδιορισθεί.

Β) Κατά τους κατωτέρω τόπους και χρόνους, έχοντος ενωθεί μεταξύ τους καθώς και με τους ανηλίκους Η. - J. και M. M. του N., για τους οποίους χωρίστηκε η υπόθεση αλλά και με μεγάλο αριθμό άλλων αλλοδαπών, τα στοιχεία ταυτότητας των οποίων δεν διαπιστώθηκαν, προκειμένου να διαπράττουν διακεκριμένες κλοπές, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, αφαίρεσαν ξένα ολικά πράγματα από την κατοχή άλλων, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, ενεργώντας αυτές τις πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη-τέλεση του εγκλήματος της κλοπής προκύπτει- σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του Συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός τους, απ’ αυτήν δε και από την υποδομή που είχαν δημιουργήσει προς διάπραξη κλοπών, έχοντας προμηθευθεί διάφορα κατάλληλα μέσα (ξυραφάκια, μαχαίρια, στιλέτα) και έχοντας επινοήσει εξελιγμένο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους (με νεύματα από κινητό τηλέφωνο) προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από αυτές. Συγκεκριμένα: Ο εκ των κατηγορουμένων Ζ. Ν. του Γ. εντός του χρονικού διαστήματος από 1 Οκτωβρίου 2009 έως 24 Μαΐου 2010 και κατά τις ημερομηνίες καθώς και στους. συγκεκριμένους τόπους της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών που αναφέρονται σε κάθε μια από τις κατωτέρω μερικότερες πράξεις τέλεσε από τις υπό. στοιχείο Βί παρατιθέμενες πράξεις τις με αριθμούς: .... ήτοι: 1. Την 01/10/2009 εντός συρμού του ... κατά τη διαδρομή από το ... προς τη ..., αφήρεσαν από την κατοχή του Π. Γ. του Μ., κατοίκου ... .... το πορτοφόλι, του, το οποίο περιείχε την αστυνομική του ταυτότητα, το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, κάρτα αναλήψεως χρημάτων και διάφορα προσωπικά έγγραφα. 2. Την 05/10/2009 εντός συρμού του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου κατά τη διαδρομή από το ... έως τα ..., αφήρεσαν από την κατοχή του (επ) H. (ον) S. του C., το πορτοφόλι του που περιείχε την ταυτότητά του, το χρηματικό ποσό των 80 ευρώ και διάφορα προσωπικά έγγραφα. 3. Την 11/10/2009 στο σταθμό του ... στα ... αφήρεσαν από την κατοχή της Ε. Α. του Α., κατοίκου ..., το πορτοφόλι της, που περιείχε στρατιωτική ταυτότητα, το ποσό των 20 €, κάρτα τραπεζικών συναλλαγών, μια συσκευή κινητού τηλεφώνου και διάφορα προσωπικά έγγραφα. 6.Την 14/10/2009 εντός συρμού του ..., κατά τη διαδρομή από τον σταθμό της ...ς προς το σταθμό του ... αφήρεσαν από την κατοχή του Φ. Ε. του Γ., κατοίκου ... ... το πορτοφόλι του, το οποίο περιείχε το χρηματικό ποσό των 370 ευρώ και διάφορα προσωπικά του έγγραφα. 7. Την 30/10/2009, εντός συρμού του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, αφήρεσαν από την κατοχή της Θ. Ε. του Ι., το πορτοφόλι της. 8.Την 02/11/2009 εντός συρμού του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, αφήρεσαν από την κατοχή της Γ. Π. του Σ. το πορτοφόλι της, που περιείχε την ταυτότητά της, το χρηματικό ποσό των 250 ευρώ, μία κάρτα τραπεζικών, συναλλαγών και διάφορα προσωπικά έγγραφα. Εν συνεχεία με χρήση της ανωτέρω κάρτας προέβησαν σε ανάληψη του χρηματικού ποσού των 1000 ευρώ. 9. Την 04/11/2009 εντός συρμού του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου αφήρεσαν από την κατοχή του Μ. Γ. του Ι. το πορτοφόλι του. 10. Την 04/11/2009, αφήρεσαν από την κατοχή της Κ. Α. του Α., κατοίκου ..., καθόν χρόνον επιβιβαζόταν σε συρμό του ... στο σταθμό των ..., το πορτοφόλι της, που περιείχε το χρηματικό ποσό των 150 €, το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητος, άδεια ικανότητος οδηγού, κάρτες τραπεζικών συναλλαγών και διάφορα προσωπικά έγγραφα. 11. Την 04/11/2009 στη ... εντός του συρμού του ..., αφήρεσαν από την κατοχή της Κ. Χ. του Π., κατοίκου ... ... το πορτοφόλι της που περιείχε χρηματικό ποσό των δέκα (10) ευρώ και διάφορα προσωπικά έγγραφα και αντικείμενα. 12. Την 04/11/2009 στο σταθμό του ... στην ..., αφήρεσαν από την κατοχή της Μ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., το πορτοφόλι της που περιείχε την αστυνομική ταυτότητα, το χρηματικό ποσό των 1200 ευρώ, ένα χρυσό σταυρό και πέντε κάρτες αναλήψεως μετρητών. 13. Την 04/11/2009 στο σταθμό του ... στην ..., αφήρεσαν από την κατοχή του Δ. Α. του Σ., κατοίκου ..., το πορτοφόλι